- μούργα
- ητο κατακάθι του λαδιού ή του κρασιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούργα — η το ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη] … Dictionary of Greek
άμουργος — η, ο [μούργα] (για λάδι) χωρίς μούργα … Dictionary of Greek
έντρυγος — ἔντρυγος, ον (Μ) (για κρασί ή λάδι) αυτός που περιέχει τρυγία*, δηλ. κατακάθι, λάσπη (τού κρασιού) ή μούργα (τού λαδιού) («ἐν ἐλαίῳ ἐντρύγῳ» μέσα σε λάδι με μούργα, με κατακάθι, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
αμούργα — η μούργα* … Dictionary of Greek
αμόργη — ἀμόργη, η (AM) [ἀμέργω] μσν. είδος βαφής αρχ. 1. η ἀμοργίς* 2. το υδατώδες μέρος που εκφεύγει κατά την έκθλιψη τών ελιών, κατακάθι, μούργα … Dictionary of Greek
αμόργης — ἀμόργης, ο (Α) [ἀμέργω] το κατακάθι, η μούργα τού λαδιού (πρβλ. και αμόργη) … Dictionary of Greek
ελαιότρυγο — το (Α ἐλαιότρυγον) η τρύξ*. το κατακάθι τού λαδιού, κν. μούργα … Dictionary of Greek
λαδοφέτζα — η το κατακάθι τού λαδιού, μούργα … Dictionary of Greek
μάλθα — και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) [μαλθακός] μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων νεοελλ. πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν τού πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η … Dictionary of Greek
μουρντάρης — και μουρδάρης, άρα, άρικο, θηλ. και μουρντάρισσα και μουρδάρισσα (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) 1. ακάθαρτος, βρόμικος, μιαρός 2. αυτός που κάνει ανήθικες πράξεις, ασελγής 3. αυτός που επιδιώκει και πραγματοποιεί με δόλο αθέμιτα κέρδη 4. (για … Dictionary of Greek